- οποειδής
- ὀποειδής, -ές (Α)1. αυτός που μοιάζει με το γαλακτώδες υγρό καρπών ή φυτών, όπως λ.χ. τής συκιάς, δηλ. με τον οπό, ο γαλακτώδης («ὀποειδέα οὖρα», Ιπποκρ.)2. ο κατάλληλος για το πήξιμο τού γάλακτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.